επεραστος

επεραστος
    ἐπέραστος
    ἐπ-έραστος
    2
    Diod., Luc., Anth. = ἐπήρατος См. επηρατος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επεραστος" в других словарях:

  • επέραστος — ἐπέραστος, ον (AM) 1. αξιαγάπητος 2. ποθητός, επιθυμητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εραστός «ρηματικό επίθ. τού ρ. έραμαι «αγαπώ»] …   Dictionary of Greek

  • Ἐπέραστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέραστος — lovely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεραστότερον — ἐπέραστος lovely adverbial comp ἐπέραστος lovely masc acc comp sg ἐπέραστος lovely neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέραστον — ἐπέραστος lovely masc/fem acc sg ἐπέραστος lovely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπεράστοις — Ἐπέραστος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεράστοις — ἐπέραστος lovely masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπεράστου — Ἐπέραστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεράστου — ἐπέραστος lovely masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπεράστους — Ἐπέραστος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεράστους — ἐπέραστος lovely masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»